γραυς

γραυς
    γραῦς
    γρᾱός, эп.-ион. γρηῦς и γρῆϋς ἥ (acc. γραῦν - эп. gen. неупотреб., dat. γρηΐ, voc. γρηῦ и γρῆϋ; pl. γρᾶες, gen. и dat. неупотреб., acc. γραῦς)
    1) (тж. γ. γυνή Hom., Eur., Arph., Dem.) старуха Hom.; ὅ γ. Arph. (в речи скифа) старик
    2) Arph., Arst. = γραῖα См. γραια I, 2

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γραυς" в других словарях:

  • γραῦς — old woman fem acc pl (attic) γραῦς old woman fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραυς — γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α) 1. γριά γυναίκα 2. (κωμικά) γέρος άντρας 3. κάβουρας 4. αφρός γάλακτος που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά] …   Dictionary of Greek

  • γραυσί — γραῦς old woman fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραυσίν — γραῦς old woman fem dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γραῦν — γραῦς old woman fem acc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρηῦ — γραῦς old woman fem voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρηῦς — γραῦς old woman fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρᾶες — γραῦς old woman fem nom pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γρῆυς — γραῦς old woman fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

  • ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- —     ĝer , ĝerǝ , ĝrē     English meaning: to rub; to be old; grain     Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern”     Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… …   Proto-Indo-European etymological dictionary


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»